ασυντόνιστος, -η

ασυντόνιστος, -η
-ο επίρρ. αυτός που δε γίνεται ταυτόχρονα με κάποιον άλλο ή με την ίδια ένταση: Οι ενέργειες διαφόρων οργανώσεων πάνω στο ζήτημα αυτό ήταν ασυντόνιστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασυντόνιστος — η, ο 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει συντονιστεί, που δεν έχει ρυθμιστεί στον ίδιο τόνο με άλλον 2. ο μη εναρμονισμένος, ο μη συγχρονισμένος με κάποιον («ασυντόνιστες ενέργειες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”